- προερώ
- -έω, ΜΑ(χρησιμοποιείται ως μέλλων τού προλέγω* και τού προαγορεύω*)1. (μτχ. παρακμ.) προειρημένος, -η, -ον βλ. προλέγω2. παθ. προεροῡμαι(για πόλεμο) προκηρύσσομαιαρχ.1. καλώ κάποιον δημοσία2. φρ. «ἔπεμπε κήρυκας... προερέοντας» — έστελνε κήρυκες για να ανακοινώσουν.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἐρῶ (ΙΙΙ), μέλλ. τού λέγω].
Dictionary of Greek. 2013.